Όλα ξεκίνησαν μόλις έφυγα από το σπίτι του φίλου μου. Μόλις βγήκα στον δρόμο ένιωσα κάτι βήματα από πίσω μου. Ήμουν σε ένα σκοτεινό κι ερημικό στενάκι και τρελάθηκα από τον τρόμο. Πέταξα κάτω την τσάντα μου, μήπως την έπαιρναν και με άφηναν ήσυχη, και άρχισα να τρέχω. Όμως δεν ήθελαν την τσάντα μου. Τη στιγμή που άρχισα να τρέχω...
άκουσα ποδοβολητά να με πλησιάζουν μανιασμένα. Δεν υπήρχε ελπίδα.
Με πρόλαβαν αμέσως και τότε συνειδητοποίησα πως ήταν τρεις. Είχα ήδη αρχίσει να κλαίω, ενώ κρύος ιδρώτας έτρεχε στο μέτωπο μου. Ήταν όλοι τους ψηλοί, γεροδεμένοι και μελαχρινοί, χαρακτηριστικό που τους έκανε να φαίνονται ακόμα πιο άγριοι στο σκοτάδι. Με έσπρωξαν πάνω σε ένα παρκαρισμένο αμάξι ενώ εγώ εκλιπαρούσα να πάρουν τα λεφτά μου και να φύγουν. Η φωνή μου είχε σχεδόν κλείσει από την ταραχή και τις απελπισμένες εκκλήσεις για βοήθεια όταν ένιωσα ένα χέρι να μου χουφτώνει το στήθος.
«Μη! Σταμάτα!», φώναξα με όση δύναμη μου είχε απομείνει, αλλά το χέρι ζούληξε ακόμα πιο δυνατά το αριστερό μου βυζί, κάνοντας με να φωνάξω πάλι, αυτή τη φορά από πόνο. Ήταν φανερό πως το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν το σεξ κι όσο το σκεφτόμουν τόσο έκλαιγα.
«Σκάσε πια μυξοπαρθένα!», ακούστηκε η βαριά φωνή του πιο μεγαλόσωμου απo; αυτούς, «Δεν θα σου κάνουμε κακό αν είσαι ήρεμη και συνεργάσιμη». Έτσι όπως μιλούσε, έκανε ένα μορφασμό με το πρόσωπο του και είδα πως είχε μια μεγάλη ουλή στο μάγουλο.
«Την ουλή κοιτάζεις;», είπε διαβάζοντας την σκέψη μου, «Μου την έκανε ένα καθίκι πριν δύο χρόνια γιατί ήθελα, λέει, να του φάω τα λεφτά της πουτάνας του. Νταβατζής ήτανε ο τύπος κι εγώ ο μαλάκας πήγα κι ερωτεύτηκα μια πόρνη!», συμπλήρωσε φανερά συγχυσμένος και στεναχωρημένος, ενώ με το δεξί του χέρι χάιδεψε το σημάδι, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί πως δεν είχε μεγαλώσει σε μέγεθος.
«Ρε μαλάκα, μιλάς πολύ! Να γαμήσουμε ήρθαμε εδώ, όχι να λύσουμε τα προβλήματα της ζωής σου; μαλάκα ε μαλάκα!», πετάχτηκε ξαφνικά ο δεύτερος της παρέας. Αυτός είχε μουσάκι και μακριά μαλλιά ως τους ώμους και φαινόταν να είναι ο πιο αγριεμένος και από τους τρεις. Στο άκουσμα της λέξης «γαμήσι», άρχισα να κλαίω και πάλι γοερά, παρακαλώντας τους να με αφήσουν να φύγω με αντάλλαγμα χίλια ευρώ που είχα στην τράπεζα. Φυσικά τους υποσχόμουν πως δεν θα έλεγα ποτέ σε κανέναν τίποτα.
«Σκάσε!», είπε ο τρίτος που τόση ώρα δεν είχε αρθρώσει λέξη και μου χώσε ένα χαστούκι, που σίγουρα έκανε το μάγουλο μου κόκκινο, και με έκανε να σταματήσω την κλάψα μόνο με τον θόρυβο του.
Αυτό ήταν. Δεν υπήρχε καμία διέξοδος. Οι τύποι θα με γαμούσαν ούτως ή άλλως. Θυμήθηκα που κάποτε έλεγα πως αν δεν μπορείς να αποφύγεις έναν βιασμό, τουλάχιστον απόλαυσε τον. Αλλά τώρα, νιώθοντας τα βρωμερά χέρια τους να χαϊδεύουν τα στρογγυλά, στητά στήθη μου, δεν μου φαινόταν και τόσο εύκολο να το απολαύσω, αλλά μάλλον δεν μπορούσα ούτε να το αποφύγω. Μου είχαν ήδη βγάλει την μπλούζα και το σουτιέν, ενώ είχαν ενθουσιαστεί με την ανακάλυψη πως δεν φορούσα εσώρουχο κάτω από τη φούστα. Καταράστηκα την ώρα και την στιγμή που αποφάσισα να φύγω από το σπίτι του φίλου μου και τελικά το πήρα απόφαση να ενδώσω με την θέληση μου.
«Να σας πω...», ψέλλισα δειλά, «δεν χρειάζεται να μου κάνετε κακό. Ό,τι θέλετε θα το κάνω μόνη μου...», ολοκλήρωσα, ενώ και οι τρεις ξαφνικά απομάκρυναν τα χέρια τους από πάνω μου και με κοίταξαν έκπληκτοι, σαν να προσπαθούσαν να πειστούν πως όντως άκουγαν ό,τι άκουγαν.
Δεν πρέπει να ήταν και τέρατα ευφυΐας, σκέφτηκα, ζήτημα θα ήταν αν είχαν τελειώσει το γυμνάσιο. Μόνο ο τρίτος έμοιαζε κάπως καλλιεργημένος και γι αυτό μάλλον, ήταν και ο αρχηγός. Ήταν ο πιο καθαρός απ όλους και τα κοντά κοντοκουρεμένα μαλλιά του γυάλιζαν στο σκοτάδι. Προφανώς είχε χρησιμοποιήσει ζελέ ή κάτι παρόμοιο. Το πρόσωπο του φαινόταν φρεσκοξυρισμένο, ενώ το μουσάκι του ήταν υπέρ του δέοντος περιποιημένο. Με κοίταξε και μου χαμογέλασε ειρωνικά.
«Αν νομίζεις πως έτσι θα την γλιτώσεις, είσαι πολύ γελασμένη», είπε και οι άλλοι δύο κούνησαν το κεφάλι τους γνέφοντας καταφατικά, επαναλαμβάνοντας την τελευταία λέξη. Σαν να άκουγα τραγούδι «γελασμένη, γελασμέεεενη, γελασμέεεεενη», η λέξη ακουγόταν συνεχώς μες στο μυαλό μου. Πρέπει να πω κάτι, σκέφτηκα και γρήγορα μάλιστα.
«Δεν προσπαθώ να γλιτώσω, αλλά όπως λένε αν δεν μπορείς να αποφύγεις ένα βιασμό, απόλαυσε το», είπα διστακτικά και σχεδόν από μέσα μου.
«Τι μουρμουρίζεις εκεί πέρα μωρή;»,με τράνταξε ο δεύτερος, ενώ ένιωθα κάτι χέρια να μου χαϊδεύουν το ξυρισμένο μου μουνάκι.
«Να», πήγα να πω, αλλά ο πρώτος της παρέας, που εν τω μεταξύ είχε έρθει πολύ κοντά μου, μου έκλεισε το στόμα.
«Σκάσε, λέμε... Σκάσε και όλα θα πάνε καλά». Είχα σταματήσει πια να κλαίω, μάλλον είχαν στερέψει τα δάκρυα και βουβή και τρομαγμένη κοιτούσα τι θα μου συνέβαινε.
Ξαφνικά ένιωσα ένα μαντήλι να μου κλείνει τα μάτια. Το μέρος ήταν ούτως ή άλλως πολύ σκοτεινό, τι το ήθελαν το μαντήλι; Άρχισα να φωνάζω πάλι, αφού ο ψηλός είχε πάρει το χέρι του αφότου του το δάγκωσα. Ένα ακόμα μαντήλι μου φίμωσε το στόμα, ενώ το μυαλό μου λειτουργούσε με τρομερή ταχύτητα.
«Ηρέμησε κοριτσάκι», ακούστηκε μια πολύ τρυφερή φωνή, τόσο τρυφερή που απόρησα, «θα σ αρέσει, θα δεις». Άκουγα κάτι σιγανούς μεταλλικούς ήχους, μάλλον άνοιγαν τα παντελόνια τους, όταν ένιωσα δύο χέρια να με γυρίζουν με τρόπο ώστε το γυμνό μου στήθος να βλέπει προς το παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Κάποιος με έσπρωξε μπροστά και ένιωσα την κρύα λαμαρίνα του αυτοκινήτου να ακουμπάει στο στήθος μου. Ο ψηλός που τόση ώρα κρατούσε τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου, τα άφησε ελεύθερα και προς στιγμήν, σκέφτηκα να φύγω, αλλά με το μαντίλι στα μάτια μάλλον δεν θα έφτανα μακριά, κι έτσι δεν κουνήθηκα.
«Μπράβο, το γλυκό μου», ακούστηκε πάλι η ίδια τρυφερή φωνή, «έτσι πρέπει να είναι υπάκουο. Τέντωσε τώρα τα χέρια σου μπροστά, σε παρακαλώ γλυκιά μου» και δυο χέρια τράβηξαν τα δικά μου να τεντωθούν. Ήμουν ξαπλωμένη από την μέση και πάνω στο καπό ενός αυτοκινήτου, ενώ τα τεντωμένα χέρια μου, έκαναν τον κώλο μου να τουρλώνει. Ένιωσα ένα χέρι να ψαχουλεύει και πάλι το μουνάκι μου, ενώ κάποιος σήκωνε την φούστα μου.
«Σ αρέσει αυτό, ε; Το ξέρω πως σou; αρέσει», είπε με τον ίδιο τρυφερό τόνο και πάλι ο ίδιος, ενώ εγώ μούγκρισα. Η αλήθεια είναι πως δεν μου ήταν και τελείως αδιάφορο, αλλά ήταν αδύνατο να χαλαρώσω. Το χέρι μπαινόβγαινε τώρα δυνατά μέσα μου και με πηδούσε και είχα όντως αρχίσει να ερεθίζομαι, όταν ξαφνικά ένιωσα μια γλώσσα να γλείφει τα μουνοχειλάκια μου και να τα ρουφάει, προκαλώντας μου ακόμα μεγαλύτερο ερεθισμό. Ένιωθα σαν πουτάνα, υποχείριο τριών αντρών. Σαν να διάβασε την σκέψη μου, η τρυφερή φωνή είπε:
«Νιώθεις σαν πουτανάκι, ε, μικρό μου; Δεν μπορείς να δεις, δεν μπορείς να μιλήσεις, δεν μπορείς να κινηθείς καν και είσαι τόσο εκτεθειμένη στις ορέξεις τριών αντρών...».
Από τον τρόπο που μίλαγε υπέθεσα πως ήταν ο δεύτερος, εκείνος με τα γυαλιστερά μαλλιά και το περιποιημένο μουσάκι, που φαινόταν να είναι και ο πιο καλλιεργημένος. Είχα καυλώσει πολύ. Οι φλέβες στον λαιμό μου πετούσαν, μα το μαντήλι με εμπόδιζε να μιλήσω. Ένιωθα τα υγρά μου να στάζουν πάνω στο χέρι που τόσο ηδονικά, με προετοίμαζε για αυτό που θα ακολουθούσε ή έστω αυτό που νόμιζα πως θα ακολουθούσε. Ήθελα πολύ ένας μεγάλος και καυτός πούτσος να μπει μέσα μου και να με κάνει να χύσω...
«Θέλεις πούτσο, μικρό μου πουτανάκι ε;», είπε ο ίδιος πάλι άντρας, ενώ μου χώσε ένα δυνατό χαστούκι στα κωλομέρια, κάνοντας με να τιναχτώ από τον πόνο και να ερεθιστώ ακόμα περισσότερο. Μάλλον το κατάλαβε ότι μou άρεσε, γιατί μου χώσε και ένα δεύτερο καπάκι στο ίδιο ακριβώς σημείο για να πονέσω ακόμα πιο πολύ.
«Μμμμμ...είσαι πολύ καλό πορνίδιο, εσύ, γλυκούλι...Ξέρω τι θες», ήταν τα τελευταία του λόγια πριν να βυθίσει τον πραγματικά μεγάλο πούτσο του μέσα στο μουνάκι μου με την μια και να αρχίσει να με γαμάει με λύσσα. Αυτός ο πούτσος ήταν πραγματικά τεράστιος. Ένιωθα γεμάτο κάθε πόντο από το μουνάκι μου, ενώ ο πόνος ήταν εμφανής. Ο τύπος ήταν πολύ παχύς και το μουνάκι μου είχε σχεδόν σκιστεί για να τον δεχτεί. Άρχισα να κουνιέμαι, προσπαθώντας να τον κάνω να κινηθεί λίγο πιο σιγά για να με πονάει λιγότερο. Άδικος κόπος. Με είχαν μαγκώσει και οι τρεις σε ένα συγκεκριμένο σημείο, ενώ δυο ακόμα χαστούκια προσγειώθηκαν δυνατά στο ίδιο σημείο με πριν, ακινητοποιώντας με για τα καλά.
«Ακίνητη, είπα... Πριν σου άρεσε, πουτανάκι, ε; Αλλά τώρα δεν αντέχεις να έχεις ένα πραγματικό άνδρα μέσα σου και να σε γαμάει ε; Έτσι κάνουν οι άντρες ξέρεις, στα καλά πουτανάκια! Τα σκίζουν μέχρι να ματώσουν», είπε και έβγαλε τον πούτσο του από το μουνάκι μου, για να τον ξαναβυθίσει αμέσως όλο μέσα και να συνεχίσει να με πηδάει άγρια. Πάνω που είχα αρχίσει να συνηθίζω, ένιωσα ένα δάχτυλο να πλησιάζει την παρθένα κωλοτρυπίδα μου. Ενστικτωδώς προσπάθησα να το αποφύγω με τα γνωστά αποτελέσματα: άλλα τρία δυνατά χαστούκια στο ίδιο ακριβώς σημείο που τώρα πια πόναγε τρομερά.
«ΑΚΙΝΗΤΗ», ούρλιαξε τώρα αυτός, «είσαι το πουτανάκι μου και θα κάνεις ό,τι θέλω, λέμε!», ολοκλήρωσε, ενώ εγώ ένιωσα και πάλι τα υγρά μου να τρέχουν από την καύλα. Πολύ γούσταρα τους άντρες που έδιναν διαταγές, ακόμα κι αν αυτές οι διαταγές δεν μου άρεσαν. Ο πούτσος του ήταν βαθιά καρφωμένος μέσα μου, όταν το σαλιωμένο του δάχτυλο μπήκε στον κώλο μου και άρχισε να μπαινοβγαίνει. Σκεφτόμουν πως αυτό το παλούκι στον κώλο μου θα τον μάτωνε, όταν ένιωσα και δεύτερο δάχτυλο να εξερευνεί την ίδια τρύπα.
Ο πούτσος του είχε τώρα σιγά-σιγά αρχίσει να μου γαμάει και πάλι το ξυρισμένο μου μουνάκι, ενώ τα δάχτυλα του στον κώλο μου, μου έδιναν ατελείωτη ηδονή. Δεν γινόταν να κρατηθώ άλλο. Έχυσα γεμίζοντας υγρά τον τεράστιο παχύ πούτσο του, ενώ τους άκουγα να γελάνε με την πουτανιά μου. Στην τελευταία σύσπαση του κόλπου μου, ένιωσα τον πούτσο του να βγαίνει και να βυθίζεται αργά ολόκληρος μέσα στον κώλο μου. Προσπάθησα να ουρλιάξω, μα με το μαντήλι ήταν αδύνατο. Έσφιξα τα χέρια μου στα χέρια που τα κρατούσαν, προσπαθώντας να τα γρατσουνίσω για να πονέσουν κι αυτά όπως πόναγα εγώ, αλλά δεν τα κατάφερα.
«Πονάς, ε, πουτανάκι. Κάνε λίγο υπομονή και να δεις που σε λίγο θα σou αρέσει», άκουσα και πάλι την ίδια τρυφερή φωνή, ενώ ένιωσα κάποιον να φιλάει την ωμοπλάτη μου και να χαϊδεύει τα μαλλιά μου. Ήταν προφανές ότι προσπαθούσαν να με ηρεμήσουν, αλλά ο πόνος ήταν πολύ δυνατός και βουβά δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου. Ευτυχώς τουλάχιστον, από την ώρα που είχε βυθιστεί εκείνο το τεράστιο παλούκι μέσα στον κώλο μου, δεν είχε ξανακινηθεί, σκέφτηκα, κι έτσι ο πόνος ήταν σταθερά μεγάλος μεν, δεν αυξανόταν όμως δε. Τι το ήθελα και το σκέφτηκα; Ο πούτσος είχε αρχίσει και πάλι να κουνιέται αργά, αντί όμως ο πόνος να αυξηθεί, όπως φανταζόμουν, με κάθε κούνημα μειωνόταν, ώσπου λίγα λεπτά αργότερα άρχισε να μou αρέσει κιόλας!
Άκουγα τον άντρα πίσω μου να βογκάει δυνατά, ενώ σταδιακά αύξανε την ταχύτητα του, για να καταλήξει τελικά να με γαμάει δυνατά και εγώ να έχω τρελαθεί από την καύλα. Έχυσα εκεί σαν σκύλα. Ένιωθα τον άδειο μου κόλπο να συσπάται ενώ εκείνος μου ξέσκιζε το κωλαράκι και απορούσα με τον εαυτό μου...