Η Γαλλίδα και το φιλοδώρημα...

Έχω την εντύπωση ότι μερικές γειτονιές είναι απ’ τη φύση τους προκλητικές. Αναδύουν έναν αέρα σεξουαλικότητας. Το νιώθεις ακόμα κι απ’ το χερούλι της πόρτας, που όταν το αγγίξεις αναπηδάει απ’ την θερμότητα που εκπέμπει. Η δουλειά που κάνω με έχει βοηθήσει πολύ σ’ αυτά μου τα συμπεράσματα. Όταν παραδίδεις πίτσες στα σπίτια, όπως εγώ, γυρίζεις πολλές γειτονιές και ...
καταλαβαίνεις διάφορα πράγματα.

Άλλες γειτονιές πάλι είναι παγερές. Ολόκληροι δρόμοι σου φαίνονται κρύοι κι έρημοι ακόμα και το καλοκαίρι. Εκεί μαθαίνεις να κάνεις τη δουλειά σου στα γρήγορα. Μπαίνεις, αφήνεις την πίτσα και ξαναβγαίνεις όσο πιο γρήγορα μπορείς, ξέροντας ότι η πόρτα θα κλείσει πίσω σου αμέσως κι ίσα που προλαβαίνεις να μη σου πιάσει το πανωφόρι.

Θα σκεφτεί κανείς πως ένα αγόρι που παραδίδει πίτσες συναντά καθημερινά ένα σωρό ωραίες γυναίκες. Για να είμαι ειλικρινής, μερικές από τις πίτσες μου έχουν πολύ καλή κατάληξη. Υπάρχουν βέβαια και μέρες που περνάνε άδειες, χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Όταν όμως εκείνο το βράδυ, αργά, μας πήραν τηλέφωνο απ’ το Κολωνάκι κατάλαβα πως είχα κάνει την τύχη μου για κείνη τη μέρα.

Ανέβηκα στο παπάκι μου και άνοιξα τέρμα το γκάζι. Καθώς ανέβαινα την Σκουφά, ένιωθα κιόλας να επηρεάζομαι από την ατμόσφαιρα της περιοχής. Έφτασα σε απίστευτα μικρό χρόνο. Σταμάτησα κάτω απ’ τη μεγάλη επιβλητική πολυκατοικία και κατέβηκα απ’ το μηχανάκι μου, κρατώντας προσεχτικά την πίτσα. Από τον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας ακουγόταν μουσική και κάπου - κάπου μια βραχνή γυναικεία φωνή. Κοίταξα το χαρτάκι με το όνομα και χτύπησα το κουδούνι. Περίμενα λίγο και η πόρτα άνοιξε, χωρίς να ρωτήσει κανείς τίποτα στο θυροτηλέφωνο.

Η παχιά μοκέτα του διαδρόμου κατάπιε τα βήματα μου κι η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε αθόρυβα μόλις πάτησα το κουμπί. Το διαμέρισμα βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το ασανσέρ. Ισορροπώντας την πίτσα στο ένα μου χέρι χτύπησα το κουδούνι κι η πόρτα άνοιξε σχεδόν αμέσως. Στο άνοιγμα της εμφανίστηκε μια καταπληκτική γυναικεία φιγούρα, που θα ονειρευόταν κάθε άντρας. Πάνω της είχε ριγμένη μια ρόμπα, δεμένη στη μέση μ’ ένα κορδόνι. Τράβηξε πίσω τα κατάμαυρα μαλλιά της και με κοίταξε. Πήρα το επαγγελματικό μου ύφος.

-    «Παραγγείλατε μια πίτσα;», ρώτησα.

Αυτό σπάνια αποτυγχάνει, αλλά δεν ήμουν προετοιμασμένος για τον ενθουσιασμό που θα προκαλούσε η άφιξη μου. Έβγαλε μια κραυγή ενθουσιασμού και παρά λίγο να με φιλήσει.

-    «Ω, ναι!», είπε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της. «Εγώ παρήγγειλα πίτσα».

Συνήθως, περιμένω κάποια φιλική συμπεριφορά, αλλά αυτό ξεπερνούσε τα γνωστά όρια.
«Με λένε Αμάντα…», μου είπε και τότε μόνο πρόσεξα την περίεργη προφορά της.
«Θεέ μου!», σκέφτηκα. «Είναι Γαλλίδα!». Η τύχη μου χαμογελούσε.
-    «Με καπνιστό και πιπεριές…», συμπλήρωσε. «Ουί;»
Κούνησα το κεφάλι μου γιατί η ομορφιά της μου ‘χε κόψει την ανάσα.
-    «Εσύ παραδίδεις συνήθως;», ρώτησε.
-    «Πάντα!» είπα ξαναβρίσκοντας την φωνή μου.

Έτσι... πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα πριν η προκλητική Αμάντα με οδηγήσει στο λίβινγκ ρουμ. Οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν όταν η Αμάντα έβαλε την πίτσα στο θάλαμο της ηλεκτρικής κουζίνας λέγοντας:

-    «Θα τη φυλάξω για αργότερα…»

Με μια περίεργη χορευτική φιγούρα που θύμιζε ταγκό, με έσπρωξε προς τα μέσα, παίρνοντας με σχεδόν αγκαλιά. Βρέθηκα στα χέρια της πριν ακόμα η πόρτα κλείσει καλά - καλά πίσω μου.

-    «Κάτι για τον κόπο σου…», μουρμούρισε τραβώντας με μέσα σαν να χορεύαμε.

Όλη η προετοιμασία κράτησε μερικά μόνο δευτερόλεπτα ακόμη, καθώς το μπλουζάκι που φορούσα βρέθηκε σε μια γωνιά του δωματίου, ενώ η ρόμπα της Αμάντα έπεσε, αποκαλύπτοντας ένα κορμί θεάς. Σε χρόνο μηδέν βρισκόμασταν γυμνοί στο πάτωμα και τα χείλη της ρουφούσαν τον σηκωμένο πούτσο μου. Δεν μπορώ να πω, ήταν απ’ τα καλύτερα φιλοδωρήματα που είχα πάρει τον τελευταίο καιρό. Ένιωθα όμως υποχρεωμένος να το ανταποδώσω.


Την τράβηξα μαλακά από πάνω μου και την ξάπλωσα πίσω στο παχύ χαλί, θαυμάζοντας την σιλουέτα της, που ήταν λεπτή και εφηβική, στήθος μικρό και με πλούσιε πυκνές σγουρές μαύρες τρίχες στην ήβη. Έγλειφα τα βυζιά της στριφογυρίζοντας τη γλώσσα μου στις ορθωμένες ρώγες της, ενώ εκείνη γουργούριζε από ηδονή. Την ένιωσα ν’ ανατριχιάζει καθώς η γλώσσα μου περνούσε απ’ την τρυφερή επιδερμίδα του λαιμού της. Την φίλησα στα σαρκώδη χείλια της που ήξεραν τόσα κόλπα.

Κατηφόρισα ξανά τις καμπύλες του στητού της στήθους, ρουφώντας άπληστα την βελούδινη επιδερμίδα της. Κατευθύνθηκα προς το σγουρό τριγωνάκι ανάμεσα στα πόδια της, τραβηγμένος από την λάμψη του μαύρου γυαλιστερού τριχώματος. Πέρασα γρήγορα από το στομάχι της για να κατέβω αργά προς τα κάτω. Στάθηκα κοιτώντας τα κλειστά της πέταλα κι ύστερα έσκυβα και τα φίλησα. Άνοιξαν σαν να ήταν ζωντανά και μέσα απ’ το σκούρο δέρμα πρόβαλε ρόδινη η υγρή φωλιά της. Ήταν ένα κενό που έπρεπε να γεμίσει. Τα πόδια της άνοιξαν και τα ροδοπέταλά της έκαναν μικρούς σπασμούς. Τεντώθηκε σπρώχνοντας τη λεκάνη της προς το μέρος μου.

-    «Φάε με!», είπε ξέπνοα. «Τώρα!»

Η γλώσσα μου χώθηκε βαθιά στο άνοιγμα της, ρουφώντας απολαυστικά τους χυμούς της. Ήταν τόσο καυτή, που μόλις την άγγιζα ήταν έτοιμη να τελειώσει. «Τέτοιο μουνάκι θα μπορούσα να το τρώω όλη νύχτα!», σκέφτηκα. Η Αμάντα είχε περάσει τα πόδια της γύρω απ’ το λαιμό μου κι ολόκληρο το κορμί της έτρεμε. Είχε ρίξει το κεφάλι της πίσω κι απ’ το υπέροχο στόμα της έβγαινε ένα παρατεταμένο μουγκρητό.
Ξαφνικά έβγαλε μια δυνατή κραυγή, που θα πρέπει να την άκουσε όλο το Κολωνάκι. Την οδήγησα σ’ έναν παρατεταμένο οργασμό, παίζοντας την κλειτορίδα της στο στόμα μου. Με ένα τελευταίο αργό γλείψιμο, την έκανα να φωνάξει ξανά, πολύ περισσότερο αυτή τη φορά. Οι τοίχοι γύριζαν γύρω μου καθώς παρασυρόμουν απ’ τον οργασμό της, κι ένιωθα τους σπασμούς της. Το σώμα της στριφογύρισε βίαια κι αναγκάστηκα να την αφήσω. Η Αμάντα έμεινε ακίνητη πάνω στο χαλί, χαμογελώντας.

-    «Μερσί...», μουρμούρισε, κι ύστερα κλείνοντας τα μάτια της έμεινε ακίνητη, σα να την είχε πάρει ο ύπνος.

Μέχρι εδώ όλα ήταν καταπληκτικά, αλλά εγώ δεν είχα ικανοποιηθεί. Το εργαλείο μου ήταν όρθιο και σχεδόν πονούσα απ’ την καύλα. Η Αμάντα ήταν ξαπλωμένη τεμπέλικα στο χαλί, μπρούμυτα, αφήνοντας με να θαυμάζω τα καταπληκτικά της οπίσθια. Το πρόσωπο της είχε βουλιάξει στο χαλί και μου φάνηκε πως την άκουσα να χασμουριέται. «Αν είναι δυνατόν!», σκέφτηκα. Πίστευα πως είχα κι εγώ δικαιώματα μετά από όλη αυτή την ιστορία. Αλλά δεν είμαι από κείνους που απαιτούν.

Είχα αρχίσει να σκέφτομαι πως το καλύτερο που θα είχα να κάνω, ήταν να πάρω κι εγώ έναν υπνάκο δίπλα της, όταν η ξενική της προφορά αντήχησε πάλι παράξενα και απρόσμενα στ’ αυτιά μου.

-    «Θέλεις τώρα να μου κάνεις έρωτα, ναι; Μπορείς να το κάνεις αν θες. Έλα, μον αμούρ, πήδα με!»
Χρειαζόμουν κάποιο χρόνο να το σκεφτώ, αλλά η Αμάντα δεν μου τον έδωσε. Καθώς μιλούσε, ανασήκωσε τον πισινό της και τον τέντωσε προς το μέρος μου, κάνοντας με να αναστενάξω. Είδα την μικρή σκούρα τρυπούλα να ανοίγει μπροστά στα μάτια μου κι οι τελευταίοι μου δισταγμοί εξαφανίστηκαν. Έσκυψα πίσω της και ανοίγοντας την με τα χέρια μου, κόλλησα το στόμα μου στη σφιχτή σχισμή του κώλου της. Έβαλα την γλώσσα μου στο άνοιγμα της και έπαιξα λίγο, νιώθοντας τη να ανοίγει ελαφρά.

Η Αμάντα βόγκηξε. Έσπρωξα κι η τρυπούλα άνοιξε κι άλλο, υποχωρώντας στην πίεση της γλώσσας μου, ενώ ένιωθα τον πούτσο μου έτοιμο να σπάσει απ’ την πίεση. Ήθελα όμως να την ετοιμάσω καλά, να την κάνω να με θέλει κι εκείνη το ίδιο. Το δάχτυλο μου χώθηκε στην τρύπα της, ενώ η γλώσσα μου συνέχισε το παιχνίδι της. Την ένιωσα να τεντώνεται κι άλλο, να σπρώχνει προς το μέρος μου. Καθώς ήταν έτοιμη να τελειώσει, τραβήχτηκα. Δεν θα την πάθαινα όπως προηγουμένως. Άφησα λίγο το δάχτυλό μου να την ανάψει κι άλλο, ώσπου την άκουσα να μουρμουρίζει

-    «Βαλ’ τον μέσα μου… σε παρακαλώ…»

«Έτσι μπράβο!», σκέφτηκα. «Τώρα φτάσαμε εκεί που πρέπει!». Γονάτισα πίσω της κι έπιασα με τα δάχτυλα μου τα ολοστρόγγυλα κωλομέρια της. Τα ένιωσα να τρέμουν από προσμονή καθώς τα άνοιγα διάπλατα και την άφησα μερικά δευτερόλεπτα να περιμένει. Ύστερα ακούμπησα την άκρη του πούτσου μου στο άνοιγμα της ορθάνοιχτης τρύπας της και έσπρωξα μαλακά. Γλίστρησα μέσα της και ένιωσα να τρελαίνομαι από καύλα. Ήταν σφιχτή και ζεστή και με ρουφούσε μέχρι τα βάθη των σωθικών της.

-    «Μην κουνηθείς!», ούρλιαξε ξαφνικά και τραβήχτηκε μπροστά.

Δεν πρόλαβα να αντιδράσω και με μια δυνατή κι απότομη κίνηση ξανάπεσε, για να καρφωθεί κυριολεκτικά πάνω μου, κάνοντας τον πούτσο μου να φτάσει στον πάτο. Το κορμί της τινάχτηκε κι άρχισε να χύνει τρέμοντας και βογκώντας ενώ εγώ την περίμενα υπομονετικά, απολαμβάνοντας το θέαμα.

Καθώς ετοιμαζόταν να ηρεμήσει κατάλαβα πως είχε έρθει η σειρά μου. Την άρπαξα δυνατά απ’ τους γλουτούς κι άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της με γρήγορο ρυθμό, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο βαθιά, ώσπου είδα τα δάχτυλά της να μπήγονται στο χαλί κι άκουσα το βογκητό της που σήμαινε πως πλησίαζε πάλι στον οργασμό. Τραβήχτηκα και στάθηκα ακουμπώντας την άκρη του πούτσου μου στο άνοιγμα της τρύπας της. Περίμενα λίγο βασανίζοντας την και παίζοντας με την αντοχή μου. Ύστερα έσπρωξα βάζοντας τον πούτσο μου βαθιά μέσα της. Άκουσα με ευχαρίστηση ξανά το βογκητό της.

Κατόπιν άρχισα ξανά, πιο γρήγορα και πιο απότομα. Τα κορμιά μας ενωμένα ξεσπούσαν σε έναν ξέφρενο ρυθμό, ανεβοκατεβαίνοντας στις πιο ψηλές κορφές της ηδονής. Αυτό που ένιωθα δεν είχε προηγούμενο. Παρακάλεσα μέσα μου να μην τελειώσει, ξέροντας καλά ότι αυτό δεν γινόταν. Μέσα στον παροξυσμό μας μου φάνηκε ότι άκουγα τους γείτονες να χτυπάνε τους τοίχους. Προχωρούσαμε κι οι δυο μαζί σ’ έναν υπέροχο, ανεπανάληπτο οργασμό…

Ξαφνικά η Αμάντα άρχισε να ουρλιάζει και οι φωνές της παρέσυραν και μένα. Άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο και το σπέρμα μου πλημμύρισε καυτό τα βάθη του κώλου της.

-    «Φτάνω... μον ντιέ, χύνω... χύνω...!!!», φώναξε η Γαλλίδα καλλονή.


«Έπρεπε να έκανε την δική μου την δουλειά αυτή η κοπέλα!», σκέφτηκα. «Θα είχε τα βράδια της κλεισμένα από τώρα μέχρι να πεθάνει!». Εγώ είμαι απ’ τους σιωπηλούς τύπους. Βογκάω μόνο κι αυτό όχι πολύ δυνατά. Επαγγελματική συνήθεια βλέπετε. Τραβήχτηκα μετά από αρκετή ώρα αδύναμος και σωριαστήκαμε κι οι δυο στο χαλί.

-    «Μον ντιέ, μον ντιέ...», συνέχισε να λέει η Αμάντα, καθώς το σώμα της στριφογύριζε ακόμη προσπαθώντας συνέλθει απ’ την ένταση του οργασμού.

Σε λίγο ακουγόταν μόνο ο θόρυβος απ’ τις αναπνοές μας, κάπου - κάπου φωνές και ομιλίες από τα διπλανά διαμερίσματα. Η Αμάντα γύρισε ανάσκελα πάνω στο χαλί κι έκλεισε τα μάτια της. Η αναπνοή της σιγά - σιγά έγινε κανονική, ενώ στα χείλη της ήταν χαραγμένο ένα αδιόρατο χαμόγελο. Σηκώθηκα απρόθυμα κι άρχισα να ντύνομαι, ενώ η κούκλα κοιμόταν πάνω στο χαλί. Βγήκα απ’ διαμέρισμα καθώς εκείνη συνέχιζε τον ύπνο της, γουργουρίζοντας σαν γάτα.

Μέσα στο ασανσέρ ακούμπησα εξαντλημένος στον τοίχο και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ήμουν απόλυτα ευχαριστημένος απ’ τον εαυτό μου. Ποτέ δεν είχα κάνει τόσο πετυχημένη παράδοση πίτσας. Σκέφτηκα τον εαυτό μου αγκαλιά με το απίθανο κορμί της Φρασουάζ. Θα ‘θελα να κάναμε έρωτα συνέχεια, μέχρι να εξαντληθούμε τελείως. Μόνο τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να ανέβω στο παπί μου σκέφτηκα: «Διάβολε, μ’ όλα αυτά δεν με είχε πληρώσει!». Κοιτώντας προς τα πάνω, στον τρίτο όροφο, είδα το παράθυρο σκοτεινό. Ήταν αργά πια.

«Αλλά πάλι, χαλάλι της!», συλλογίστηκα.